Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
View word page
μανία
madness, frenzy

ShortDef

madness, frenzy
Mania (long alpha, unlike μανία madness), a slave name
looseness

Debugging

Headword:
μανία
Headword (normalized):
μανία
Headword (normalized/stripped):
μανια
IDX:
54569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54570
Key:

Data

{'content': 'madness, frenzy'}