Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναβόησις
ἀναβοθρεύω
ἀναβολάδην
ἀναβολάδιον
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
View word page
ἀναβράζω
boil
ShortDef
boil
Debugging
Headword:
ἀναβράζω
Headword (normalized):
ἀναβράζω
Headword (normalized/stripped):
αναβραζω
IDX:
5456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5457
Key:
Data
{'content': 'boil'}