Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
View word page
μανθάνω
to learn

ShortDef

to learn

Debugging

Headword:
μανθάνω
Headword (normalized):
μανθάνω
Headword (normalized/stripped):
μανθανω
IDX:
54568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54569
Key:

Data

{'content': 'to learn'}