Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
View word page
Μανῆς
Manes, slave name

ShortDef

Manes, slave name

Debugging

Headword:
Μανῆς
Headword (normalized):
μανῆς
Headword (normalized/stripped):
μανης
IDX:
54567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54568
Key:

Data

{'content': 'Manes, slave name'}