Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
View word page
Μανεθώς
Manetho
ShortDef
Manetho
Debugging
Headword:
Μανεθώς
Headword (normalized):
μανεθώς
Headword (normalized/stripped):
μανεθως
IDX:
54564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54565
Key:
Data
{'content': 'Manetho'}