Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
View word page
μανδυοειδής
ike a μανδύα
ShortDef
ike a μανδύα
Debugging
Headword:
μανδυοειδής
Headword (normalized):
μανδυοειδής
Headword (normalized/stripped):
μανδυοειδης
IDX:
54563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54564
Key:
Data
{'content': 'ike a μανδύα'}