Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
View word page
μανδραγορίτης
flavoured with mandrake

ShortDef

flavoured with mandrake

Debugging

Headword:
μανδραγορίτης
Headword (normalized):
μανδραγορίτης
Headword (normalized/stripped):
μανδραγοριτης
IDX:
54561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54562
Key:

Data

{'content': 'flavoured with mandrake'}