Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
View word page
μανδραγορικός
made of mandrake

ShortDef

made of mandrake

Debugging

Headword:
μανδραγορικός
Headword (normalized):
μανδραγορικός
Headword (normalized/stripped):
μανδραγορικος
IDX:
54560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54561
Key:

Data

{'content': 'made of mandrake'}