Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
View word page
μανδραγοριζομένη
the mandrake-drugged

ShortDef

the mandrake-drugged

Debugging

Headword:
μανδραγοριζομένη
Headword (normalized):
μανδραγοριζομένη
Headword (normalized/stripped):
μανδραγοριζομενη
IDX:
54559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54560
Key:

Data

{'content': 'the mandrake-drugged'}