Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
View word page
μανδήλη
mantele, towel

ShortDef

mantele, towel

Debugging

Headword:
μανδήλη
Headword (normalized):
μανδήλη
Headword (normalized/stripped):
μανδηλη
IDX:
54556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54557
Key:

Data

{'content': 'mantele, towel'}