Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαμμία
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
View word page
μάνδαλος
with the bolt shot

ShortDef

with the bolt shot

Debugging

Headword:
μάνδαλος
Headword (normalized):
μάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
μανδαλος
IDX:
54554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54555
Key:

Data

{'content': 'with the bolt shot'}