Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαμμᾶν
μάμμη
μαμμία
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
μανδήλη
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μανδύα
View word page
μανάκις
seldom

ShortDef

seldom

Debugging

Headword:
μανάκις
Headword (normalized):
μανάκις
Headword (normalized/stripped):
μανακις
IDX:
54552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54553
Key:

Data

{'content': 'seldom'}