Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλοπάραυος
μαλός
μαλός2
μαλόω
Μαμερτῖνος
Μάμερτος
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
μαμμία
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
μάνδαλος
μανδαλωτός
View word page
μαμμικός
of a grandmother

ShortDef

of a grandmother

Debugging

Headword:
μαμμικός
Headword (normalized):
μαμμικός
Headword (normalized/stripped):
μαμμικος
IDX:
54545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54546
Key:

Data

{'content': 'of a grandmother'}