Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλλωτός
Μαλόεις
μαλοπάραυος
μαλός
μαλός2
μαλόω
Μαμερτῖνος
Μάμερτος
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
μαμμία
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
μαμωνᾶς
μανάκιν
μανάκις
μανδάκης
View word page
μάμμη
mamma, mammy
ShortDef
mamma, mammy
Debugging
Headword:
μάμμη
Headword (normalized):
μάμμη
Headword (normalized/stripped):
μαμμη
IDX:
54543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54544
Key:
Data
{'content': 'mamma, mammy'}