Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μαλλός
μάλλωσις
μαλλωτάριον
Μαλλώτης
μαλλωτός
Μαλόεις
μαλοπάραυος
μαλός
μαλός2
μαλόω
Μαμερτῖνος
Μάμερτος
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
μαμμία
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
Μαμμωνᾶ
μαμμωνυμικῶς
View word page
Μαμερτῖνος
Mamertine (n., Mamertinus)
ShortDef
Mamertine (n., Mamertinus)
Debugging
Headword:
Μαμερτῖνος
Headword (normalized):
μαμερτῖνος
Headword (normalized/stripped):
μαμερτινος
IDX:
54539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54540
Key:
Data
{'content': 'Mamertine (n., Mamertinus)'}