Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβλώσκω
ἀναβόαμα
ἀναβοάω
ἀναβόησις
ἀναβοθρεύω
ἀναβολάδην
ἀναβολάδιον
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
View word page
ἀναβόλιμος
to be delayed

ShortDef

to be delayed

Debugging

Headword:
ἀναβόλιμος
Headword (normalized):
ἀναβόλιμος
Headword (normalized/stripped):
αναβολιμος
IDX:
5453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5454
Key:

Data

{'content': 'to be delayed'}