Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
μαλκίω
Μάλλιος
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
Μαλλός
μάλλωσις
μαλλωτάριον
Μαλλώτης
μαλλωτός
Μαλόεις
μαλοπάραυος
μαλός
μαλός2
μαλόω
Μαμερτῖνος
Μάμερτος
View word page
μάλλωσις
a being clothed with wool

ShortDef

a being clothed with wool

Debugging

Headword:
μάλλωσις
Headword (normalized):
μάλλωσις
Headword (normalized/stripped):
μαλλωσις
IDX:
54530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54531
Key:

Data

{'content': 'a being clothed with wool'}