Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβλύω
ἀναβλώσκω
ἀναβόαμα
ἀναβοάω
ἀναβόησις
ἀναβοθρεύω
ἀναβολάδην
ἀναβολάδιον
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
View word page
ἀναβολικός
filled by a machine

ShortDef

filled by a machine

Debugging

Headword:
ἀναβολικός
Headword (normalized):
ἀναβολικός
Headword (normalized/stripped):
αναβολικος
IDX:
5452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5453
Key:

Data

{'content': 'filled by a machine'}