Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μαλιακός
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιναθάλλη
μάλιον
μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
μαλκίω
Μάλλιος
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
Μαλλός
μάλλωσις
μαλλωτάριον
Μαλλώτης
μαλλωτός
Μαλόεις
μαλοπάραυος
View word page
μαλλόδετος
bound with wool
ShortDef
bound with wool
Debugging
Headword:
μαλλόδετος
Headword (normalized):
μαλλόδετος
Headword (normalized/stripped):
μαλλοδετος
IDX:
54525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54526
Key:
Data
{'content': 'bound with wool'}