Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλθακός
μαλθακότης
μαλθακόφωνος
μαλθακώδης
μαλθάσσω
μάλθων
Μαλιακός
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιναθάλλη
μάλιον
μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
μαλκίω
Μάλλιος
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
Μαλλός
View word page
μάλιον
a lock of hair

ShortDef

a lock of hair

Debugging

Headword:
μάλιον
Headword (normalized):
μάλιον
Headword (normalized/stripped):
μαλιον
IDX:
54519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54520
Key:

Data

{'content': 'a lock of hair'}