Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλθακιστέον
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακότης
μαλθακόφωνος
μαλθακώδης
μαλθάσσω
μάλθων
Μαλιακός
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιναθάλλη
μάλιον
μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
μαλκίω
Μάλλιος
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
View word page
μαλιάω
suffer from glanders

ShortDef

suffer from glanders

Debugging

Headword:
μαλιάω
Headword (normalized):
μαλιάω
Headword (normalized/stripped):
μαλιαω
IDX:
54517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54518
Key:

Data

{'content': 'suffer from glanders'}