Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάλθα
μαλθάζω
μαλθακευνία
μαλθακίζομαι
μαλθακιστέον
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακότης
μαλθακόφωνος
μαλθακώδης
μαλθάσσω
μάλθων
Μαλιακός
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιναθάλλη
μάλιον
μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
μαλκίω
View word page
μαλθάσσω
to soften, soothe

ShortDef

to soften, soothe

Debugging

Headword:
μαλθάσσω
Headword (normalized):
μαλθάσσω
Headword (normalized/stripped):
μαλθασσω
IDX:
54513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54514
Key:

Data

{'content': 'to soften, soothe'}