Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάλη
μάλθα
μαλθάζω
μαλθακευνία
μαλθακίζομαι
μαλθακιστέον
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακότης
μαλθακόφωνος
μαλθακώδης
μαλθάσσω
μάλθων
Μαλιακός
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιναθάλλη
μάλιον
μάλιστα
μάλκη
μάλκιος
View word page
μαλθακώδης
emollient
ShortDef
emollient
Debugging
Headword:
μαλθακώδης
Headword (normalized):
μαλθακώδης
Headword (normalized/stripped):
μαλθακωδης
IDX:
54512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54513
Key:
Data
{'content': 'emollient'}