Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλακύνω
μαλακώδης
μάλαξις
μαλάσσω
μαλάχη
Μαλέα
Μάλεια
μαλερός
μάλη
μάλθα
μαλθάζω
μαλθακευνία
μαλθακίζομαι
μαλθακιστέον
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακότης
μαλθακόφωνος
μαλθακώδης
μαλθάσσω
μάλθων
View word page
μαλθάζω
soften
ShortDef
soften
Debugging
Headword:
μαλθάζω
Headword (normalized):
μαλθάζω
Headword (normalized/stripped):
μαλθαζω
IDX:
54504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54505
Key:
Data
{'content': 'soften'}