Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
μαλακτέον
μαλακτήρ
μαλακτικός
μαλακτός
μαλακύνω
μαλακώδης
μάλαξις
μαλάσσω
μαλάχη
Μαλέα
Μάλεια
μαλερός
μάλη
μάλθα
μαλθάζω
μαλθακευνία
μαλθακίζομαι
μαλθακιστέον
View word page
μαλάσσω
to make soft
ShortDef
to make soft
Debugging
Headword:
μαλάσσω
Headword (normalized):
μαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μαλασσω
IDX:
54497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54498
Key:
Data
{'content': 'to make soft'}