Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
μαλακτέον
μαλακτήρ
μαλακτικός
μαλακτός
μαλακύνω
μαλακώδης
μάλαξις
View word page
μαλακόφωνος
with a soft voice

ShortDef

with a soft voice

Debugging

Headword:
μαλακόφωνος
Headword (normalized):
μαλακόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μαλακοφωνος
IDX:
54486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54487
Key:

Data

{'content': 'with a soft voice'}