Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
μαλακτέον
μαλακτήρ
View word page
μαλακοτρεφής
softly-nurtured

ShortDef

softly-nurtured

Debugging

Headword:
μαλακοτρεφής
Headword (normalized):
μαλακοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
μαλακοτρεφης
IDX:
54481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54482
Key:

Data

{'content': 'softly-nurtured'}