Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
View word page
μαλακόσωμος
effeminate

ShortDef

effeminate

Debugging

Headword:
μαλακόσωμος
Headword (normalized):
μαλακόσωμος
Headword (normalized/stripped):
μαλακοσωμος
IDX:
54479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54480
Key:

Data

{'content': 'effeminate'}