Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
View word page
μαλακόπους
tenderfooted

ShortDef

tenderfooted

Debugging

Headword:
μαλακόπους
Headword (normalized):
μαλακόπους
Headword (normalized/stripped):
μαλακοπους
IDX:
54474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54475
Key:

Data

{'content': 'tenderfooted'}