Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
View word page
μαλακοποιός
making soft
ShortDef
making soft
Debugging
Headword:
μαλακοποιός
Headword (normalized):
μαλακοποιός
Headword (normalized/stripped):
μαλακοποιος
IDX:
54473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54474
Key:
Data
{'content': 'making soft'}