Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
View word page
μαλακοποιέω
make soft, soothe

ShortDef

make soft, soothe

Debugging

Headword:
μαλακοποιέω
Headword (normalized):
μαλακοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μαλακοποιεω
IDX:
54472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54473
Key:

Data

{'content': 'make soft, soothe'}