Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
View word page
μαλακόλαλος
speaking effeminately

ShortDef

speaking effeminately

Debugging

Headword:
μαλακόλαλος
Headword (normalized):
μαλακόλαλος
Headword (normalized/stripped):
μαλακολαλος
IDX:
54471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54472
Key:

Data

{'content': 'speaking effeminately'}