Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
View word page
μαλακοκρανεύς
shrike
ShortDef
shrike
Debugging
Headword:
μαλακοκρανεύς
Headword (normalized):
μαλακοκρανεύς
Headword (normalized/stripped):
μαλακοκρανευς
IDX:
54470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54471
Key:
Data
{'content': 'shrike'}