Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
View word page
μαλακόγειος
with soft soil

ShortDef

with soft soil

Debugging

Headword:
μαλακόγειος
Headword (normalized):
μαλακόγειος
Headword (normalized/stripped):
μαλακογειος
IDX:
54463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54464
Key:

Data

{'content': 'with soft soil'}