Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλακόθριξ
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
View word page
μαλακίζομαι
to be softened
ShortDef
to be softened
Debugging
Headword:
μαλακίζομαι
Headword (normalized):
μαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μαλακιζομαι
IDX:
54460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54461
Key:
Data
{'content': 'to be softened'}