Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
View word page
μαλακευτικός
softening
ShortDef
softening
Debugging
Headword:
μαλακευτικός
Headword (normalized):
μαλακευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαλακευτικος
IDX:
54457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54458
Key:
Data
{'content': 'softening'}