Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
View word page
μαλακαίπους
soft-footed, treading softly

ShortDef

soft-footed, treading softly

Debugging

Headword:
μαλακαίπους
Headword (normalized):
μαλακαίπους
Headword (normalized/stripped):
μαλακαιπους
IDX:
54454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54455
Key:

Data

{'content': 'soft-footed, treading softly'}