Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
μαλακίων
View word page
μαλαγματίζω
soften

ShortDef

soften

Debugging

Headword:
μαλαγματίζω
Headword (normalized):
μαλαγματίζω
Headword (normalized/stripped):
μαλαγματιζω
IDX:
54452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54453
Key:

Data

{'content': 'soften'}