Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλάκια
μαλακία
μαλακίζομαι
μαλακιστέον
View word page
μάλαγμα
emollient
ShortDef
emollient
Debugging
Headword:
μάλαγμα
Headword (normalized):
μάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
μαλαγμα
IDX:
54451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54452
Key:
Data
{'content': 'emollient'}