Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
View word page
μάκτρα
a kneading-trough

ShortDef

a kneading-trough

Debugging

Headword:
μάκτρα
Headword (normalized):
μάκτρα
Headword (normalized/stripped):
μακτρα
IDX:
54444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54445
Key:

Data

{'content': 'a kneading-trough'}