Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
View word page
μάκτης
one who kneads
ShortDef
one who kneads
Debugging
Headword:
μάκτης
Headword (normalized):
μάκτης
Headword (normalized/stripped):
μακτης
IDX:
54442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54443
Key:
Data
{'content': 'one who kneads'}