Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
View word page
μακτήριον
food

ShortDef

food

Debugging

Headword:
μακτήριον
Headword (normalized):
μακτήριον
Headword (normalized/stripped):
μακτηριον
IDX:
54441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54442
Key:

Data

{'content': 'food'}