Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
View word page
μακρώτης
long-eared
ShortDef
long-eared
Debugging
Headword:
μακρώτης
Headword (normalized):
μακρώτης
Headword (normalized/stripped):
μακρωτης
IDX:
54440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54441
Key:
Data
{'content': 'long-eared'}