Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
μακύνω
μάλα
μαλαβάθρινος
View word page
μάκρωσις
lengthening, prolonging

ShortDef

lengthening, prolonging

Debugging

Headword:
μάκρωσις
Headword (normalized):
μάκρωσις
Headword (normalized/stripped):
μακρωσις
IDX:
54439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54440
Key:

Data

{'content': 'lengthening, prolonging'}