Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
μάκτρον
View word page
μακρύνω
prolong
ShortDef
prolong
Debugging
Headword:
μακρύνω
Headword (normalized):
μακρύνω
Headword (normalized/stripped):
μακρυνω
IDX:
54436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54437
Key:
Data
{'content': 'prolong'}