Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόφυλλος
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρίστρια
View word page
μάκρυμμα
a thing put far away

ShortDef

a thing put far away

Debugging

Headword:
μάκρυμμα
Headword (normalized):
μάκρυμμα
Headword (normalized/stripped):
μακρυμμα
IDX:
54435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54436
Key:

Data

{'content': 'a thing put far away'}