Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακροφυέω
μακροφυής
μακρόφυλλος
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήριον
View word page
μακροχρόνιος
lasting a long time, lingering
ShortDef
lasting a long time, lingering
Debugging
Headword:
μακροχρόνιος
Headword (normalized):
μακροχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
μακροχρονιος
IDX:
54431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54432
Key:
Data
{'content': 'lasting a long time, lingering'}