Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροϋπνία
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακροφυέω
μακροφυής
μακρόφυλλος
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
μάκρων
View word page
μακρόχειρ
long-armed

ShortDef

long-armed

Debugging

Headword:
μακρόχειρ
Headword (normalized):
μακρόχειρ
Headword (normalized/stripped):
μακροχειρ
IDX:
54428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54429
Key:

Data

{'content': 'long-armed'}