Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροτονία
μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροϋπνία
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακροφυέω
μακροφυής
μακρόφυλλος
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
μακρύνω
μακρυσμός
View word page
μακρόφωνος
shouting aloud
ShortDef
shouting aloud
Debugging
Headword:
μακρόφωνος
Headword (normalized):
μακρόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μακροφωνος
IDX:
54427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54428
Key:
Data
{'content': 'shouting aloud'}