Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρότομος
μακροτονέω
μακροτονία
μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροϋπνία
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακροφυέω
μακροφυής
μακρόφυλλος
μακροφωνέω
μακρόφωνος
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μακροχρονέω
μακροχρόνιος
μακροχρονιότης
μακροψυχέω
μακρόψυχος
μάκρυμμα
View word page
μακρόφυλλος
long-leaved
ShortDef
long-leaved
Debugging
Headword:
μακρόφυλλος
Headword (normalized):
μακρόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
μακροφυλλος
IDX:
54425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54426
Key:
Data
{'content': 'long-leaved'}